απονεκρώνω — απονεκρώνω, απονέκρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απονεκρώνω — (Μ ἀπονεκρώνω, AM ἀπονεκρῶ, όω) 1. νεκρώνω εντελώς 2. αναισθητοποιώ, εξουδετερώνω … Dictionary of Greek
εκνεκρώ — ἐκνεκρῶ ( όω) (Μ) απονεκρώνω … Dictionary of Greek
εναπονεκρώ — ἐναπονεκρῶ ( όω) (Α) απονεκρώνω κάτι … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
νεκρώνω — (ΑΜ νεκρῶ, όω, Μ και νεκρώνω) [νεκρός] 1. επιφέρω παύση τών λειτουργιών τής ζωής, προκαλώ θάνατο, θανατώνω («οὐ κατενόησε τὸ ἑαυτοῡ σῶμα ἤδη νενεκρωμένον», ΚΔ) 2. αμβλύνω τις αισθήσεις, παραλύω, ναρκώνω, απονεκρώνω («νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ … Dictionary of Greek
συναπονεκρώ — όω, Μ [ἀπονεκρῶ] 1. απονεκρώνω συγχρόνως 2. μτφ. καταστρέφω συγχρόνως … Dictionary of Greek